- μαδιστήριον
- μαδιστήριονinstrument for removing hairneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαδιστήριον — μαδιστήριον, τὸ (Α) [μαδίζω] 1. εργαλείο για μάδημα τών τριχών, τριχολαβίδα 2. τόπος όπου γίνεται μάδημα τών τριχών … Dictionary of Greek